- επισκότηση
- [-ις (-εως)] η см. επισκότιση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπισκοτήσῃ — ἐπισκοτήσηι , ἐπισκότησις darkening fem dat sg (epic) ἐπισκοτέω throw a shadow over aor subj mid 2nd sg ἐπισκοτέω throw a shadow over aor subj act 3rd sg ἐπισκοτέω throw a shadow over fut ind mid 2nd sg ἐπισκοτέω throw a shadow over aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοτήσηι — ἐπισκότησις darkening fem dat sg (epic) ἐπισκοτήσῃ , ἐπισκοτέω throw a shadow over aor subj mid 2nd sg ἐπισκοτήσῃ , ἐπισκοτέω throw a shadow over aor subj act 3rd sg ἐπισκοτήσῃ , ἐπισκοτέω throw a shadow over fut ind mid 2nd sg ἐπισκοτήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχλυσις — κατάχλυσις, ύσεως, ἡ (Μ) ζόφωση, επισκότηση, σκοτείνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχλυσις (< ἀχλύω «σκοτεινιάζω»)] … Dictionary of Greek